- ροταριανός
- η , ό[ν] 1. относящийся к клубу «ротари», клубу деловых людей, бизнесменов;2. (ο ) член клуба «ротари»
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ροταριανός — ο, θηλ. ροταριανή, Ν 1. μέλος του Ροταριανού Ομίλου 2. φρ. «Ροταριανός Όμιλος» σύλλογος επιχειρηματιών, επιστημόνων, καλλιτεχνών, με προγραμματικό σκοπό την εξυπηρέτηση τής κοινωνίας από τη θέση και τις αρμοδιότητες τού κάθε μέλους, σύλλογος ο… … Dictionary of Greek
ροταριανός — ή, ό (λ. αγγλ.), αυτός που ανήκει στη διεθνή οργάνωση «Ρόταρι», σκοπός της οποίας είναι η με το επάγγελμα κάθε μέλους της εξυπηρέτηση της κοινωνίας: Ροταριανοί όμιλοι υπάρχουν σ όλες σχεδόν τις μεγάλες πόλεις της χώρας μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ροταριανός Όμιλος — (Rotary Club). Διεθνής ιδιωτική οργάνωση, που ιδρύθηκε στο Σικάγο το 1905 από τον δικηγόρο Π. Χάρις. Αποτελεί ένωση των κατά τόπους επιχειρηματικών, βιομηχανικών, επιστημονικών και καλλιτεχνικών κύκλων και επιδιώκει την πραγματοποίηση της… … Dictionary of Greek
Museo del Papel Moneda — del Banco Jónico Vista de la p … Wikipedia Español